όπως δη — ὅπως δή, επικ. τ. ὅππως δή (Α) επίρρ. 1. με ποιον αλήθεια τρόπο 2. οπωσούν … Dictionary of Greek
ὅπως — as indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όπως — (ΑΜ ὅπως, Α επικ. και αιολ. τ. ὅππως, ιων. τ. ὅκως, δωρ. τ. ὁκῶς, θεσσαλ. τ. ὅπους) Ι. (επίρρ. αναφορικό συντασσόμενο κυρίως με ορστ.) 1. με τον τρόπο που... (α. «να τό κάνεις όπως σού είπα» β. «οὐ παρασκευῆς πίστει μᾱλλον ἢ τύχης ἀποκινδυνεῡσαι… … Dictionary of Greek
όπως — επίρρ. τροπ. αναφ., καθώς, με τον τρόπο που: Άσ τη βάρκα, στο κύμα όπως θέλει να τρέχει (Χατζόπουλος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
όπως ποτέ — ὅπως ποτέ (Α) επίρρ. εν τούτοις, ωστόσο («ἀλλ ὅπως ποθ ὑπείλημμαι περὶ τούτων ἀρκεῑ μοι», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek
μη όπως — μὴ ὅπως και μὴ ὅτι (Α) (ελλειπτικές φρ.) 1. όχι μόνο να μην... αλλά ούτε να... 2. (όταν ακολουθεί το αλλά ή αρνητικό το οποίο υπάρχει ή υπονοείται) όχι απλώς («μὴ ὅτι ἰδιώτην τινά, ἀλλὰ τὸν μέγαν βασιλέα», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
Βουλεύου δὲ πρὸ ἔργου ὅπως μὴ μωρὰ πέληται. — См. С самого начала гляди и думай о конце … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… … Dictionary of Greek
φωνόνιο — Όπως για τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα για τα οποία έχει οριστεί η ελάχιστη ποσότητα, η οποία μπορεί να πάρει μέρος στις φυσικές διαδικασίες (κβάντο ηλεκτρομαγνητικής ενέργειας ή φωτόνιο), έτσι και για τα ελαστικά κύματα έγινε αναγκαίο να εισαχθεί… … Dictionary of Greek
αμυντικοί μηχανισμοί — Όπως ο οργανισμός διατηρεί τη φυσικοχημική του ισορροπία με την ομοιοστασία, έτσι και ο διανοητικός μηχανισμός ακολουθεί την αρχή της σταθερότητας (Φέχνερ και Φρόιντ) για να ρυθμίζει την εισροή και την εκροή των ερεθισμών, κατά τέτοιο τρόπο ώστε… … Dictionary of Greek
χὤπως — ὅπως , ὅπως as indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)